βοτανίζω

βοτανίζω
1. μετ. полоть;
2. αμετ. собирать лекарственные травы

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βοτανίζω" в других словарях:

  • βοτανίζω — βοτανίζω, βοτάνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βοτανίζω — (AM βοτανίζω) [βοτάνη] ξεριζώνω τα άγρια χόρτα από καλλιεργημένο χώρο …   Dictionary of Greek

  • βοτανίζω — ισα, ίστηκα, βοτανισμένος, μαζεύω, ξεριζώνω τα ζιζάνια από καλλιεργημένο χωράφι, ξεχορταριάζω: Κάθε άνοιξη βοτανίζουμε τ’ αμπέλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βοτανίσαι — βοτανίζω root up weeds aor inf act βοτανίσαῑ , βοτανίζω root up weeds aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτανιζέσθω — βοτανίζω root up weeds pres imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτανισθῆναι — βοτανίζω root up weeds aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτανίζειν — βοτανίζω root up weeds pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοτανίζεσθαι — βοτανίζω root up weeds pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεβοτανίζω — ξεριζώνω και μαζεύω τα άγρια χόρτα που φυτρώνουν ανάμεσα στα ήμερα, βοτανίζω, ξεχορτιαριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ βοτανίζω (αόρ. ἐξ εβοτάνισα) (βλ. και λ. ξ[ε] *)] …   Dictionary of Greek

  • αβοτάνιστος — η, ο [βοτανίζω] (για αγρούς) αυτός που δεν βοτανίστηκε, από τον οποίο δεν αφαιρέθηκαν τα αγριόχορτα, τα ζιζάνια …   Dictionary of Greek

  • αγριαδολογώ — ( έω) [*αγριαδολόγος] αφαιρώ τα αγριόχορτα από σπαρμένο αγρό, βοτανίζω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»